- ευπετής
- εὐπετής, -ές (ΑΜ)1. (ιδίως για κύβους) αυτός που πέφτει καλά, ευνοϊκά2. μτφ. (για γεγονότα) ευνοϊκός, ευτυχής3. (για τον ρυθμό τού λόγου) εύστροφος, ευφραδής4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπετέςη ευστροφία τού λόγου5. εύκολος, ευκολοκατόρθωτος, ευχερής6. (για ρούχα ή όπλα) αυτός που φέρεται εύκολα, ο ελαφρός7. (για κρασί) αυτός που προσβάλλεται εύκολα8. αυτός που γίνεται βιαστικά, εσπευσμένα9. αυτός που πετά εύκολα, ελαφρά, επιδέξια10. μτφ. εύκολος στον χαρακτήρα, που ευχαριστείται εύκολα, βολικός, καλόβολος11. πρόθυμος12. «εὐπετές ἐστι» — είναι εύκολο.επίρρ...εὐπετῶς και -έως (Α)1. άκοπα, εύκολα2. ευνοϊκά, με τρόπο ευτυχή3. άνετα, ευρύχωρα4. με προθυμία, με ανεκτικότητα5. πλήρως, αρτίως, εντελώς.[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη ρηματική έκφραση ευ πίπτω «αποβαίνω ευνοϊκά». Στο σύνθετο υπόκειται η ρίζα πετ- τού αοριστικού θ. τού ρ. (αορ. β' έ-πετ-ον)].
Dictionary of Greek. 2013.